κύνειος

κύνειος
κύνειος, -εία, -ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, -άδος) [κύων]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος
αρχ.
1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία
η κοπριά σκύλου
β) ἡ κυνάς
i) είδος καρφιών
ii) (ενν. θρίξ)
κακής ποιότητας μαλλιά, σκυλότριχα
iii) απομαγδαλιά*
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κύνεια
σάρκες σκύλου
4. φρ. α) «κυνάδες ἡμέραι» — οι ζεστές μέρες, οι μέρες τών κυνικών καυμάτων, που, κατά τις αρχαίες δοξασίες, οφείλονται στην επίδραση τού αστερισμού τού Κυνός
β) «κυνὰς ἄκανθα» — η κυνάρα, κν. αγκινάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κύνειος — of masc nom sg κύνειος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κύνειον — κύνειος of masc acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg κύνειος of masc/fem acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείων — κύνειος of fem gen pl κύνειος of masc/neut gen pl κύνειος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείοισι — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείοισιν — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείου — κύνειος of masc/neut gen sg κύνειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείῳ — κύνειος of masc/neut dat sg κύνειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνεια — κύνειος of neut nom/voc/acc pl κύνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνειοι — κύνειος of masc nom/voc pl κύνειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”